- επομφάλιος
- -α, -ο (AM ἐπομφάλιος, -ον)αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται επάνω στον ομφαλόαρχ.1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον ομφαλό τής ασπίδας («βάλεν Αἴαντος δεινόν σάκος ἑπταβόειον μέσσον ἐπομφάλιον» Ομ. Ιλ.)2. (για σύκα) αυτός που έχει μίσχο όμοιο με ομφαλό3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπομφάλιονα) η περιοχή γύρω από τον ομφαλό, η κοιλιάβ) έμπλαστρο που τοποθετείται πάνω στον ομφαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ομφάλ-ιος (< ομφαλός)].
Dictionary of Greek. 2013.